μασάζ

Greek Monolingual

το
η μάλαξη μερών του σώματος για θεραπευτικούς ή αισθητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. massage < masser «τρίβω» < αραβ. massa «χαϊδεύω, τρίβω»].