ματαιότεκνος

English (LSJ)

ματαιότεκνον, having illegitimate children, Glossaria on ἀλιτόκαρπος, Hsch., EM65.15.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιότεκνος: -ον, ὁ ἔχων μάταιον, κακὸν τέκνον, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀλιτόκαρπον, Ἐτυμ. Μέγ., Γλωσσάρ. Γραικοβάρβ.

Greek Monolingual

ματαιότεκνος, -ον (Α)
αυτός που έχει παράνομα, νόθα παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + τέκνον (πρβλ. πολύτεκνος)].

German (Pape)

vergebens Kinder habend, Vetera Lexica.