ματόκλαδο

Greek Monolingual

και ματοκλάδι το
1. βλεφαρίδα
2. συν. στον πληθ. τα ματόκλαδα και ματοκλάδια
οι βλεφαρίδες («με ατρέμητα ματόκλαδα χωρίζανε τ' αστέρια» Άγγ. Σικελιανός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάτι + κλαδί. Για το β' συνθετικό της λ. που δηλώνει φυτό πρβλ. ματό-φυλλα και ματο-τσύνουρο (< κύναρος «είδος αγκαθιού»)].