μαυρομαντιλού

Greek Monolingual

και μαυρομαντιλούσα, η
γυναίκα που φοράει στο κεφάλι της μαύρο μαντίλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + μαντιλού και μαντιλούσα (< μαντίλι + κατάλ. -ού και -ούσα), πρβλ. ξανθομαλλ-ού και ξανθομαλλ-ούσα].