-η, -ομαύρος και σταχτής, γκρίζος σκούρος, σκοτεινός («ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + ψάρος «σταχτής»].