μαχλάω: μέλλ. -ήσω, (μάχλος) εἶμαι μάχλος, αἰσχρός, ἀκόλαστος, ἀσελγής, Κλήμ. Ἀλ. 12· οὕτω, μεμαχλευμένον ἦτορ (ἐκ τοῦ μαχλεύω) Μανέθων 4. 315.
= μαχλεύω, Sp.