μείον

Greek Monolingual

(I)
το (ΑM μεῖον, -ονος)
βλ. μείων.
(II)
μεῖον, -ου, τὸ (Α)
το πρόβατο το οποίο προσφερόταν κατά την τρίτη ημέρα της εορτής τών Απατουρίων, που τελούνταν στην αρχαία Αθήνα, από πατέρα ως θυσία μαζί και δώρο για την εγγραφή του γιου του στους καταλόγους τών φρατόρων («τὸ ἱερὸν τὸ ὑπὲρ τῶν εἰς τοὺς φράτορας εἰσαγομένων παίδων», Πολύδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του ουδ. μεῖον του συγκρ. μείων, κατά τα ουδ. σε -ον, -ου].
(III)
μεῖον, τὸ (Α)
βλ. μήον.