μεγαλαυχής

English (LSJ)

μεγαλαυχές, = μεγάλαυχος, Orph.H.63.3, IG14.433 (Tauromenium), Man.3.34, Vett.Val.272.8.

German (Pape)

[Seite 105] ές, ruhmvoll; Orph. H. 62, 3; Man. 3, 34; vgl. μεγάλαυχος u. μεγαλαύχητος.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλαυχής: -ές, = μεγάλαυχος, Ὀρφ. Ὕμν. 62. 3. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προοίμ.) 824. 5.

Greek Monolingual

μεγαλαυχής, -ές (Α, Μ μεγαλαύχης, -ες)
μεγάλαυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -αυχής (< αὐχῶ «καυχιέμαι»), πρβλ. κενεαυχής].