μεγαλειώδης
Greek Monolingual
-ες μεγαλείο
γεμάτος μεγαλείο, μεγαλοπρεπής, λαμπρός («μεγαλειώδης υποδοχή»).
επίρρ...
μεγαλειωδώς
με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα.
-ες μεγαλείο
γεμάτος μεγαλείο, μεγαλοπρεπής, λαμπρός («μεγαλειώδης υποδοχή»).
επίρρ...
μεγαλειωδώς
με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα.