μεγαλουσιάνος

Greek Monolingual

-ο, θηλ. μεγαλουσιάνα (Μ μεγαλοσιάνος)
άτομο που κατέχει εξέχουσα θέση στην κοινωνία ή στην πολιτεία
νεοελλ.
αυτός που επιδεικνύεται για την ανώτερη θέση του στην κοινωνία ή στην πολιτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος + κατάλ. -ουσιάνος κατά το πρωτευ-ουσιάνος].