μεγαλόδηλος

English (LSJ)

μεγαλόδηλον, quite evident, manifest, Sch.B Il.11.155.

German (Pape)

[Seite 106] ganz offenbar, ganz deutlich, Porphyr. qu. Hom. 28.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόδηλος: -ον, ἔκδηλος, κατάδηλος, φανερός, καταφανής, Πορφύρ. Ὁμ. Ζητ. 28.

Greek Monolingual

μεγαλόδηλος, -ον (Α)
πολύ φανερός, καταφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -δῆλος (πρβλ. πρόδηλος)].