μεγαλόσωμος

English (LSJ)

μεγαλόσωμον, = μεγαλοσώματος (large-bodied, full-bodied), Sch. Ar. Ra. 55, etc.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόσωμος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 55, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μεγαλόσωμος, -ον)
αυτός που έχει ογκώδες και ψηλό σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σῶμα (πρβλ. υψηλόσωμος) σχηματισμένο από το θ. της ονομ. αντί μεγαλοσώματος.

German (Pape)

von großem Körper, großleibig, Sp.