Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υψηλόσωμος

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

και ψηλόσωμος, -η, -ο, Ν
υψηλόκορμος, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υψηλός + -σωμος (< σώμα). Η λ. ὑψηλόσωμος, μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη].