μελάσσα

Greek Monolingual

η
χημ. οργανική ουσία που απομένει ως μη κρυσταλλούμενο υπόλειμμα μετά την παραλαβή της κρυσταλλικής ζάχαρης από το εκχύλισμα τών ζαχαροτεύτλων ή του ζαχαροκάλαμου.