μελαγγραφής

English (LSJ)

μελαγγραφές, marked with black, διφθέραι prob. for μελεγγρ- in E.Fr.627.

Russian (Dvoretsky)

μελαγγραφής: покрытый черными узорами (διφθέραι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μελαγγρᾰφής: -ές, ὁ μὲ μέλαν χρῶμα γεγραμμένος, διφθέραι Εὐρ. Ἀποσπ. 629.

Greek Monolingual

μελαγγραφής, -ές (Α)
γραμμένος με μαύρο χρώμα («διφθέραι μελαγγραφείς», Ευ p.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -γραφής (< γραφή), πρβλ. αρτιγραφής, χρυσογραφής].