μελανθέα
English (LSJ)
ἡ, = μελάνων ὅρασις, opp. λευκοθέα, Aristo Stoic.1.86.
German (Pape)
[Seite 119] ἡ, das Sehen des Schwarzen, im Gegensatz von λευκοθέα, Plut. de virt. moral. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
vue de ce qui est noir.
Étymologie: μέλας, θεάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μελανθέᾱ: ἡ θεάομαι зрительное восприятие черного цвета Plut.
Greek (Liddell-Scott)
μελανθέᾱ: ἡ, ἡ μέλανα θεωμένη, καθορῶσα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκοθέα, Ἀρίστων παρὰ Πλουτ. 2. 440F.
Greek Monolingual
μελανθέα, ἡ (Α)
το να βλέπει κάποιος τα μελανά αντικείμενα, η όραση, η θέα τών μαύρων αντικειμένων («τὴν ὅρασιν ἡμῶν λευκῶν μὲν ἀντιλαμβανομένην λευκοθέαν καλεῖν, μελάνων δὲ μελανθέαν», Αρίστων Χ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θέα (πρβλ. ανδροθέα, πασιθέα)].