μελανοδοντία

Greek Monolingual

η
πάθηση που προσβάλλει την αδαμαντίνη και στη συνέχεια την οδοντίνη ουσία τών νεογιλών οδόντων, οι οποίοι παίρνουν μαύρο ή καστανό χρώμα και σταδιακά εμφανίζουν καταστροφή της μύλης τους.