μελανόφλεψ

English (LSJ)

μελανόφλεβος, ὁ, ἡ, black-veined, Aret.SD2.1.

German (Pape)

[Seite 120] εβος, schwarzaderig, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόφλεψ: -εβος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας φλέβας, Ἀρειαῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1.

Greek Monolingual

μελανόφλεψ, -εβος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει μαύρες φλέβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φλέψ, φλεβός (πρβλ. αργυρόφλεψ)].