μελετητής

Greek Monolingual

ο (Α μελετητής) μελετώ
νεοελλ.
επιστήμονας, ερευνητής που ασχολείται μεθοδικά με τη μελέτη επιστημονικών θεμάτων
αρχ.
αυτός που δημηγορεί, ο ρήτορας.