μελιτίτης
English (LSJ)
[τῑ] οἶνος, ὁ,
A wine prepared with honey, Dsc.5.7.
II μ. λίθος honey-stone, ib.133, Gal.12.195, Plin.HN36.140 (v.l.).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 μελιτίτης οἶνος, vin miellé;
2 μελιτίτης λίθος, topaze, pierre précieuse jaune miel.
Étymologie: μέλι.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐτίτης: οἶνος [ῑ], ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος μετὰ μέλιτος, Λατ. vinum mulsum, Διοσκ. 5. 15. ΙΙ. μ. λίθος, εἶδος πολυτίμου λίθου, αὐτόθι 151, Πλίν. 36. 33.
Greek Monolingual
μελιτίτης, ὁ (Α)
1. (για κρασί) αυτός που έχει παρασκευαστεί από μέλι
2. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. μαργαρίτης)].
German (Pape)
[ῑ], οἶνος, ὁ, mit Honig bereiteter Wein, vinum mulsum, Diosc. und andere Spätere