μελλολέων

Greek Monolingual

μελλολέων, ὁ (Α)
αυτός που πρόκειται να γίνει λέων, δηλαδή να αφιερωθεί στη λατρεία του Μίθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + λέων (πρβλ. χαμαιλέων)].