μελλονικιώ

Greek Monolingual

μελλονικιῶ, μελλονικιάω (Α)
(κωμικό λογοπαίγνιο για τον Νικία) αναβάλλω ή προσπαθώ να αποφύγω τη νίκη ως επικεφαλής της εκστρατείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + Νικίας].