μελλοφανής

Greek (Liddell-Scott)

μελλοφᾰνής: -ές, ὁ μέλλων νὰ ἐμφανισθῇ, Ἰω. Μαλαλ. 1, σ. 104.

Greek Monolingual

μελλοφανής, -ές (Μ)
αυτός που πρόκειται να εμφανιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + -φανής(< φαίνω), πρβλ. ηλιοφανής].