Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
μεροληπτικός
Greek Monolingual
-ή, -ό 1. αυτός που μεροληπτεί 2. αυτός που γίνεται με μεροληψία («μεροληπτική κρίση»). επίρρ... μεροληπτικώς και -ά με μεροληψία. [ΕΤΥΜΟΛ.<μεροληπτώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1855 στον Κ. Λάτρη].