μεσήλικος

Greek Monolingual

-η, -ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, -ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει μέτριο ανάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- -ηλιξ(< ἧλιξ,-ικος «συνομίληκος»), πρβλ. ισήλιξ, ομήλιξ. Οι τ. μεσ-ήλικος και μεσ-ήλικας κατά τα αρσ. σε -ος και -ας < μεσ(ο)- + -ήλικος και -ήλικας (< ἧλιξ)].