μεσοτριβής

English (LSJ)

μεσοτριβές, half-worn-out, Hsch. s.v. θύστινον.

German (Pape)

[Seite 140] ές, halb abgerieben, ἡμιτριβής erkl. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μεσοτρῐβής: -ές, «μισότριβος», χιτὼν Ἡσύχ. ἐν λέξει θύστινον.

Greek Monolingual

μεσοτριβής, -ές (Α)
(για χιτώνα) αυτός που είναι τριμμένος κατά το ήμισυ, ο μισοτριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισοτριβής, ωμοτριβής].