μεσόμνη

English (LSJ)

v. μεσόδμη.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόμνη: ἡ, «μεσόμνας ἐπιθήσει ἐπὶ τοὺς κίονας ὑπὲρ τῆς διόδου, πλάτος καὶ ὕψος ἴσα τοῖς ἐπιστυλίοις, - ὑποθεὶς ὑπόθημα ἐπὶ τῆς μεσόμνης. - μεσόμνας, ἐφ’ ὧν κείσεται τὰ ὑποζώματα καὶ τἆλλα σκεύη. - τὴν ἐπάνω μεσόμνην ἀπὸ τῆς ἑτέρας ἀπέχουσαν πέντε πόδας. - κλίμακας ξυλίνας ποιήσει ἀναβαίνειν ἐπὶ τὰς μεσόμνας», Ἐπιγρ. Πειραιῶς, Bul. de. cor. hel. VII, σ. 542-3. Ἡ λέξ. φαίνεται ὅτι εἶναι ἑτέρα γραφὴ τῆς καὶ ἄλλοθεν γνωστῆς μεσόδμης· ἀλλὰ κεῖται ἐν τῇ ἐπιγραφῇ ταύτῃ οὐχὶ κατὰ μίαν καὶ μόνην σημασίαν. Ἴδε τὰς ἐν σελ. 549 καὶ 550 σημειώσεις τοῦ ἐκδότου.

Greek Monolingual

μεσόμνη, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. μεσόδμη.