μεσόπολις

English (LSJ)

ἡ, f.l. for μητρόπολις, Plu.2.301d.

German (Pape)

[Seite 139] ἡ, Mittelstadt, Plut. qu. graec. 43, wird in μητρόπολις geändert.

Russian (Dvoretsky)

μεσόπολις: εως ὁ средняя часть города, городской центр (Plut. - v.l. μητρόπολις).

Greek (Liddell-Scott)

μεσόπολις: ἡ, ἴδε ἐν λ. μητρόπολις.

Greek Monolingual

μεσόπολις, -εως, ἡ (Α)
(δ. γρφ.) μητρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πόλις (πρβλ. μητρόπολις)].