μεσόχωρος

English (LSJ)

μεσόχωρον, midland, Glossaria; τὸ μ. the middle space, Apollod.Poliorc. 192.6.

German (Pape)

[Seite 141] mitten im Lande, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόχωρος: -ον, μεσόγειος, ἢ ἐν μέσῳ χώρας τινός, Γλωσσ. τὸ μεσόχωρον, τὸ μέσον διάστημα, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 42.

Greek Monolingual

μεσόχωρος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στο μέσον κάποιας χώρας, ο μεσόγειος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόχωρον
το μέσο διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -χωρος (< χώρα), πρβλ. ομοιόχωρος, πληθόχωρος].