μεταλλογραφία

Greek Monolingual

η
1. τεχνολ. η μεταλλογνωσία
2. (γραφ. τέχν.) μέθοδος της λιθογραφίας κατά την οποία, αντί του λίθου, χρησιμοποιείται πλάκα από ψευδάργυρο ή κοκκώδες αλουμίνιο.