μεταλλουργία
Greek Monolingual
η
1. η επιστήμη που μελετά τις μεθόδους εξαγωγής τών μετάλλων από τα μεταλλεύματα, τις μεθόδους καθαρισμού τους, τη φύση, τη δομή και τις ιδιότητες τών μετάλλων και τών κραμάτων τους, αλλ. μεταλλουργική
2. βασικός κλάδος της βιομηχανίας με αντικείμενο την επεξεργασία μεταλλευμάτων και ορυκτών για την παραγωγή μετάλλων και μεταλλοκραμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλουργός].