βασικός

From LSJ

Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit

Menander, Monostichoi, 325

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. θεμελιώδης
2. αρχικός
3. σημαντικός, ουσιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάσις(-η). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θεόδωρο Αφεντούλη].