βασικός
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. θεμελιώδης
2. αρχικός
3. σημαντικός, ουσιαστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάσις(-η). Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον θεόδωρο Αφεντούλη].