μεταναφέρω

English (LSJ)

in Pass., to be diverted from their proper use, of monies, OGI483.52 (Pergam., ii A. D.).

Greek Monolingual

μεταναφέρω (Α)
παθ. μεταναφέρομαι
μεταχειρίζομαι κάτι για άλλη χρήση από αυτήν για την οποία είναι προορισμένο.