μεταφωνία

Greek Monolingual

η
γλωσσ. ποιοτική μεταβολή φωνήεντος υπό την επίδραση του φωνήεντος γειτονικής συλλαβής, λ.χ. έξαφνα > άξαφνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. metaphonie < meta- (βλ. μετα-) + -phonie (< φωνή)].