άξαφνα

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

κ. άξαφνου επίρρ.
βλ. έξαφνα κ. εξάφνου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < (αρχ. επίρρ.) εξαίφνης
το αρκτικό α- με αφομοίωση, ενώ το ληκτικό -α και -ου αναλογικά προς τα επιρρ. σε -α και -ου].