μετριόσιτος

English (LSJ)

μετριόσιτον, moderate in eating, Poll.6.28,34.

German (Pape)

[Seite 163] mäßig essend, Poll. 6, 28 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετριόσῑτος: -ον, ὁ ἐσθίων μετρίως, ἐγκρατὴς ἐν τῷ ἐσθίειν, Πολυδ. ϛʹ, 28, 34.

Greek Monolingual

μετριόσιτος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει μέτρια, εγκρατής στο φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + -σιτος (< σῖτος), πρβλ. ολιγό-σιτος].