εγκρατής

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

-ές (AM ἐγκρατής, -ές)
ο κύριος του εαυτού του, αυτός που αυτοσυγκρατείται, που έχει αυτοκυριαρχία
αρχ.
1. όποιος διαθέτει κράτος ή εξουσία
2. ο ικανός να κρατεί κάτι γερά, σταθερά
3. ισχυρός, στερεός («ἐγκρατέστατον σίδηρον»)
4. φρ. «ναὸς ἐγκρατῆ πόδα» — το σκοινί του μεγάλου ιστίου.