μηδαμεῖ

English (LSJ)

Dor. Adv. nowhere, Schwyzer 323 C 34 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

μηδαμεῖ (Α)
(δωρ. τ.) επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός «κανένας» + επιρρμ. κατάλ. -εῖ (πρβλ. παραυτεί, τουτεί)].