μηδαμού

Greek Monolingual

(Α μηδαμοῦ και μηθαμοῦ)
επίρρ. (τόπου) σε κανένα μέρος, πουθενά («τῶν Ἑλληνίδων πόλεων ἥτις μηδαμοῦ ξυμμαχεῖ», Θουκ.)
αρχ.
(τρόπου) σε καμιά περίπτωση, καθόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. ουδαμού)].