ουδαμού
From LSJ
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
Greek Monolingual
(Α οὐδαμοῦ)
επίρρ. σε κανένα μέρος, πουθενά («οὐδαμοῦ γῆς», Ηρόδ.)
αρχ.
1. κατ' ουδένα τρόπο, ουδαμώς
2. φρ. α) «οὐδαμοῦ λέγω τινά» — θεωρώ κάποιον ως μηδαμινό
β) «οὐδαμοῦ νομίζω» — δεν παραδέχομαι καθόλου
γ) «οὐδαμοῦ εἰμι» ή «οὐδαμοῦ φαίνομαι» — δεν λαμβάνομαι καθόλου υπ' όψιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. μηδαμού)].