μηλίζω

English (LSJ)

(μῆλον B) to be of a quince-yellow, Dsc.1.120, Archig. ap. Orib.44.26.1, Gal.12.150.

German (Pape)

[Seite 172] dem Apfel ähnlich sein, bes. an Farbe, quittengelb sein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μηλίζω: (μῆλον Β) ἔχω χρῶμα κιτρινωπὸν οἷον τὸ τοῦ κυδωνίου, Διοσκ. 1. 173.

Greek Monolingual

μηλίζω (Α) [[[μήλον]] (Ι)]
είμαι όμοιος με κυδώνι κατά το χρώμα, έχω κιτρινωπό χρώμα («πυροὶ πρὸς ὑγείας χρῆσιν ἄριστοι,... τῇ χροίᾳ μηλίζουσι», Διοσκ.).