μηλοσόη

English (LSJ)

ἡ, sheep-track (Rhod.), Hsch.; cf. μαλοσόα.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοσόη: ἡ, «ὁδὸς δι’ ἧς πρόβατα ἐλαύνεται. Ρόδιοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μηλοσόη και μηλοσόα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ροδίους) «ὁδὸς δι' ἧς πρόβατα ἐλαύνεται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -σόη (< σεύομαι «παρακινώ»), πρβλ. ιπποσόα].