[Seite 173] ὁ, der Schäfer, wie μηλατάς, Hesych.
μηλωτής: ὁ, ποιμήν, Ἡσύχ. (μηλότης Schmidt).
μηλωτής, ὁ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ποιμήν».[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. μηλόω (πρβλ. μηλωτή (Ι)].