μηλόω
From LSJ
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
(μήλη)
A probe a wound, Hp.Morb.1.6, Ar.Fr.614:—Med., sound the bladder, Ruf.Ren.Ves.12: metaph., probe a matter, Cic. Att.12.51.2.
II in Med., dye wool, Eust.1394.33.
German (Pape)
[Seite 173] mit der Sonde untersuchen, sondiren, Hippocr. u. sp. Med.
Greek (Liddell-Scott)
μηλόω: (μήλη) ἐξετάζω τραῦμα διὰ τῆς μήλης (τοῦ καθετῆρος), Ἱππ. 448. 39, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 515· ἰδὲ καταμηλόω· - καθ’ Ἡσύχ.: «μηλῶσαι· τὸ τὴν μήλην κάθεῖναί που. καὶ ἐν τῷ ἐμεῖν καθιέντας τι εἰς τὸ στόμα καταμηλοῦν. καὶ τὸ τὰ βαπτόμενα ἔρια πιέζειν εἰς τὸ χαλκίον».
French (Bailly abrégé)
explorer avec la sonde, sonder;
Moy. μηλόομαι, μηλοῦμαι m. sign.
Étymologie: μήλη.