μηλόχρους

English (LSJ)

μηλόχρουν, = μήλινος II.2, ὀφθαλμοί Hippiatr.38.

Greek (Liddell-Scott)

μηλόχρους: ὁ, ἡ, ἔχων χρῶμα μήλου, Κρόνος σημαίνει ἄνδρας μηλόχροας (μελάγχροας Λοβεκ. Φρύν. 662) Bibl. Matrit, σ. 336.

Greek Monolingual

μηλόχρους, -ουν και -οος, -οον (Μ)
αυτός που έχει χρώμα μήλου ή κυδωνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + χροῦς «χρώμα» (πρβλ. ροδόχρους)].