μηνιάρχου, ὁ, monthly prefect, POxy.84.6(iv A.D.), etc.:—also μήν-αρχος, ὁ, ib.53.3 (iv A.D.).
μηνιάρχης, ὁ (Α)αυτός που ήταν άρχων κάθε μήνα, μηνιαίος άρχων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -άρχης (< ἄρχω) κατά το ταξι-άρχης].