μηνιγγότρωτος

English (LSJ)

μηνιγγότρωτον, having an injury to the dura mater, Gal.in Berl.Sitzb.1901.1263.

Greek Monolingual

μηνιγγότρωτος, ὁ (Α)
αυτός που έχει χτυπηθεί στη μήνιγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆνιγξ, -ιγγος + τρωτός (< τι-τρώ-σκω «πληγώνω»), πρβλ. καρδιότρωτος].