καρδιότρωτος

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐότρωτος Medium diacritics: καρδιότρωτος Low diacritics: καρδιότρωτος Capitals: ΚΑΡΔΙΟΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kardiótrōtos Transliteration B: kardiotrōtos Transliteration C: kardiotrotos Beta Code: kardio/trwtos

English (LSJ)

καρδιότρωτον, wounded in the heart, Gal.1.112.

German (Pape)

[Seite 1326] am Herzen verwundet, Sp.

Greek Monolingual

καρδιότρωτος, -ον (Μ)
τραυματισμένος στην καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -τρωτος (< τρωτός < τιτρώσκω «τραυματίζω»), πρβλ. μυότρωτος, τενοντότρωτος].