μητρόνυμφος
Greek Monolingual
μητρόνυμφος, ἡ (ΑΜ)
(για την Παρθένο) αυτή που είναι αρραβωνιασμένη και, συγχρόνως, είναι και μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλόνυμφος].
μητρόνυμφος, ἡ (ΑΜ)
(για την Παρθένο) αυτή που είναι αρραβωνιασμένη και, συγχρόνως, είναι και μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλόνυμφος].