μικρόλυπος

English (LSJ)

μικρόλυπον, vexed at trifles, ib.129c,171b, Heph.Astr.1.1; μ. ἤθη Plu.Phoc. 2.

German (Pape)

[Seite 184] der sich über Kleinigkeiten betrübt, ärgert neben ἐπίχολος u. ὀξύς, Plut. de sanit. tuend. p. 389 de superst. 12, öfter.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'afflige pour des riens.
Étymologie: μικρός, λύπη.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρόλῡπος: огорчающийся из-за пустяков Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόλῡπος: -ον, ὁ διὰ μικρὰ καὶ μηδαμινὰ πράγματα λυπούμενος καὶ ἀδημονῶν, Πλούτ. 2. 129C, κτλ.

Greek Monolingual

μικρόλυπος, -ον (Α)
αυτός που λυπάται για ασήμαντα και μηδαμινά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -λυπος (< λύπη), πρβλ. περί-λυπος].